- λαρυγγίτιδα
- Οξεία ή χρόνια φλεγμονή του λάρυγγα. Παρουσιάζεται με διάφορες μορφές, που γενικά διακρίνονται σε οξείες, χρόνιες, συρίττουσες, διφθεριτικές, φυματιώδεις και χρόνιες ατροφικές λ.
Η οξεία λ. μπορεί να είναι βακτηριακής ή ερεθιστικής αιτιολογίας (μηχανικής λόγω καταπόνησης των φωνητικών χορδών, χημικής λόγω εισπνοής αερίων, φυσικής λόγω ψύχους κλπ.). Τα συμπτώματα που τη συνοδεύουν είναι μεταβολή της φωνής σε σημείο αφωνίας, ξηρός και οδυνηρός βήχας και διαυγής απόχρεμψη (φλέματα). Η νόσος υποχωρεί συνήθως με φαρμακευτική αγωγή και ανάπαυση του λάρυγγα.
Οι χρόνιες λ. μπορούν να αποτελούν μετάπτωση της οξείας ή εμφανίζονται έτσι από την αρχή. Η φωνή γίνεται βραχνή και μερικές φορές χάνεται τελείως. Αντιμετωπίζεται με ανάπαυση του λάρυγγα και φαρμακευτική αγωγή.
Η συρίττουσα λ. ή ψευδοκρούπ είναι η οξεία λ. των παιδιών, που εμφανίζεται μετά από κρυολόγημα σε άτομα με υπερτροφικές αδενοειδείς εκβλαστήσεις. Εκδηλώνεται τη νύχτα με βήχα, δύσπνοια κλπ. Συνήθως η νόσος υποχωρεί σε περιβάλλον υδρατμών και με ηρεμιστικά φάρμακα. Σε σπάνιες περιπτώσεις, η οξεία δύσπνοια απαιτεί διασωλήνωση του λάρυγγα ή τραχειοτομία.
Η διφθεριτική λ., γνωστή με τη διεθνή ονομασία κρουπ, χαρακτηρίζεται από την παρουσία ψευδομεμβρανών στον λάρυγγα. Συναντάται πλέον σπάνια, λόγω της εφαρμογής προγραμμάτων υποχρεωτικού μαζικού εμβολιασμού στα παιδιά.
Τέλος, η φυματιώδης λ. αποτελεί εντόπιση της φυματίωσης στο όργανο αυτό. Σε συνδυασμό ή όχι με πνευμονική φυματίωση, θεραπεύεται με αντιφυματικά φάρμακα.
Στα ζώα, η λ. αποτελεί γενικά επιπλοκή φαρυγγίτιδας και οφείλεται σε διάφορα αίτια (κόρυζα, φυματίωση, λύσσα, γρίπη κλπ.).
* * *ηοξεία ή χρόνια φλεγμονή τού λάρυγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. laryngite < laryng- (< λάρυγξ) + -ite < -ίτις, κατάλ. δηλωτική φλεγμονής. Η λ., στον λόγιο τ. λαρυγγῖτις, μαρτυρείται από το 1837 στον Βασίλειο Κιατίπη].
Dictionary of Greek. 2013.